πλαγιάζει

πλαγιάζει
πλαγιάζω
turn sideways
pres ind mp 2nd sg
πλαγιάζω
turn sideways
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • άλοχος — (I) ἄλοχος, η (Α) (λέξη ποιητική) 1. σύντροφος στο κρεβάτι, σύζυγος, γυναίκα 2. μαιτρέσα, παλλακίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ αθροιστ. + λόχος «μέρος όπου πλαγιάζει κανείς, πλάγιασμα». Αρχική σημ. του ἄλοχος «αυτός που μοιράζεται το ίδιο κρεβάτι»]. (II)… …   Dictionary of Greek

  • ανακοιτάζομαι — (Α ἀνακοιτάζομαι) νεοελλ. βλέπω, κοιτάζω κάποιον την ώρα που κοιτάζει κι αυτός εμένα αρχ. (κυρίως γι αυτόν που πλαγιάζει με παρθένα) πλαγιάζω μαζί, διακορεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. ἀνακοιτάζομαι < ἀνα * + κοιτάζομαι (< κοίτη), «πηγαίνω στο… …   Dictionary of Greek

  • επανωσέντονο — και πανωσέντονο, το σεντόνι με το οποίο σκεπάζεται κανείς όταν πλαγιάζει στο κρεβάτι (σε αντίθεση με το κατωσέντονο) …   Dictionary of Greek

  • κοίτασμα — το (Μ κοίτασμα) νεοελλ. 1. η συσσώρευση ενός ή περισσότερων μεταλλευμάτων ή άλλων χρήσιμων ορυκτών στην επιφάνεια τής γης ή κάτω από αυτήν 2. κάθε μάζα από συγκεντρώσεις ή παραγενέσεις ορυκτών εμπλουτισμένη σε ορισμένα χρήσιμα ορυκτά, ώστε να… …   Dictionary of Greek

  • κοιτασμός — κοιτασμός, ὁ (AM) [κοιτάζω] μσν. το μέρος όπου πλαγιάζει κάποιος, η κοίτη αρχ. (για ζώα) το κλείσιμο σε μάντρα, το μάντρωμα («κοιτασμὸς προβάτων, βοῶν», πάπ.) …   Dictionary of Greek

  • ομοκλινής — ές (Α ὁμοκλινής, ές) νεοελλ. φρ. α) «ομοκλινής δομή» γεωλ. σειρά γεωλογογικών στρωμάτων τα οποία κλίνουν προς μία κατεύθυνση υπό σταθερή γωνία β) «ομοκλινής ράχη» (γεωμορφ.) γεωμορφή που χαρακτηρίζεται από έναν κρημνό ή μέτωπο στη μία πλευρά και… …   Dictionary of Greek

  • πολυκλινής — (I) ές, Α αυτός που πλαγιάζει μαζί με πολλούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κλινής (< κλίνη)]. (II) ές, Α αυτός που έχει κλίση, τάση για πολλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κλινής (< κλίνω), πρβλ. ισο κλινής] …   Dictionary of Greek

  • πολύκοιτος — ον, Α αυτός που πλαγιάζει σε πολλά κρεβάτια, που έχει σχέσεις με πολλές ή με πολλούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κοιτος (< κοίτη «κλίνη, κρεβάτι»), πρβλ. λαθραιό κοιτος] …   Dictionary of Greek

  • συγκατεύνασις — άσεως, ἡ, Μ [συγκατευνάζομαι] το να πλαγιάζει και να κοιμάται κάποιος μαζί με άλλον …   Dictionary of Greek

  • συνανάκλισις — ίσεως, ἡ, Μ [συνανακλίνομαι] το να πλαγιάζει κανείς μαζί με άλλον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”